Το Μετρό Θεσσαλονίκης (1993)

Σχεδιασμός των σταθμών και του depot

Αρχιτεκτονική μελέτη: Κ. Αντωνίου, 

Ε. Κάστρο

Συνεργάτες:

Πόλη: Θεσσαλονίκη

Ιδιοκτήτης: Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών

Επιφάνεια:

Έτος: 1993

Κλικ στην εικόνα για μεγένθυση

Περιγραφή του έργου

Η κατασκευή του Μετρό αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη έργα υποδομής της Θεσσαλονίκης.

Η πρώτη φάση λειτουργίας του με τους εννέα σταθμούς (από το Σιδηροδρομικό Σταθμό μέχρι τη Νέα Ελβετία) προβλέπονταν στο άμεσο μέλλον να εμπλουτιστεί με ένα κλάδο που θα εξυπηρετούσε τις δυτικές συνοικίες της πόλης ενώ ανατολικά θα επεκτεινόταν μέχρι την Καλαμαριά και στη συνέχεια – υπεργείως – μέχρι το αεροδρόμιο. Το μελετητικό αντικείμενο του γραφείου μας ήταν ο σχεδιασμός των εννέα αυτών σταθμών.

Οι σταθμοί λειτουργούν στα μάτια των χρηστών στην ουσία ως η κύρια εικόνα του όλου μεταφορικού μέσου. Πρέπει να είναι ευανάγνωστοι, λειτουργικά άρτιοι, να εκφράζουν τον ενιαίο χαρακτήρα του όλου συστήματος ενώ παράλληλα να εντάσσονται στο μικροπεριβάλλον  του αστικού χώρου που αναπτύσσονται. Αν στις παραπάνω παραμέτρους του σχεδιασμού τους συνυπολογιστεί και η παρουσία στο υπέδαφος σημαντικότατων αρχαιολογικών χώρων (διαφορετικής σημασίας και περιεχομένου ο καθένας) γίνεται αντιληπτή η εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία σχεδιασμού τους.

Μετά από συστηματική διερεύνηση του αναμενόμενου κατά την εκσκαφή αρχαιολογικού “υποβάθρου” οι μελέτες των σταθμών για το ιστορικό κέντρο της πόλης (Πλατεία Δημοκρατίας, Βενιζέλου, Αγίας Σοφίας και Σιντριβανιού) έλαβαν σοβαρά υπόψη το είδος, τη μορφή και τη γεωμετρία των αρχαιολογικών ευρημάτων που θα προέκυπταν κατά την εκσκαφή. Με τον τρόπο αυτό ο παράγοντας αυτός από πρόβλημα μετατράπηκε σε μια μοναδική ευκαιρία ανάδειξης του μοναδικού ιστορικού πλούτου της πόλης, προσδίδοντας και το ανάλογο κύρος στο ίδιο το μεταφορικό μέσο.

Παράλληλα ο σχεδιασμός των σταθμών του ιστορικού κέντρου έδωσε τη δυνατότητα ενοποίησης των δύο τμημάτων της πόλης που “αποκόπτονται” σήμερα από την υπερκορεσμένη κυκλοφοριακά Εγνατία Οδό. Οι διαμορφώσεις εισόδων των σταθμών αναπτύσσονται σε χαμηλότερο επίπεδο από τη στάθμη της Εγνατίας Οδού δίδοντας έτσι τη δυνατότητα συνέχειας του αστικού χώρου και κάτω από την οδό αυτή που τοπικά μετατρέπεται σε μια “υπερυψωμένη” οδική αρτηρία.

Η μελέτη συντάχθηκε στα πλαίσια της πρόσκλησης του ομίλου Μηχανική Α.Ε., Fiedel Group S.A. και A.E.G. στο διεθνή διαγωνισμό που προκήρυξε το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων το σχετικό διαγωνισμό.

Η αρχιτεκτονική μελέτη της συμμετοχής αυτής στο διεθνή διαγωνισμό απονεμήθηκε με το Α΄ βραβείο.