Υποθαλάσσια Αρτηρία Θεσσαλονίκης

Αρχιτεκτονική μελέτη: Κ. Αντωνίου,

Ε. Κάστρο, Γ. Τσοπάνογλου

Συνεργάτες:

Πόλη: Θεσσαλονίκη

Ιδιοκτήτης: Υπουρείο ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ

Επιφάνεια:

Έτος: 2004

Κλικ στην εικόνα για μεγένθυση

Περιγραφή του έργου

Τα κτήρια υποστήριξης

Στόχος της υποθαλάσσιας αρτηρίας ήταν να παραλάβει το σημαντικότερο ποσοστό της διαμπερούς κυκλοφορίας του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης αποσυμφορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το υφιστάμενο οδικό δίκτυο της πόλης δίδοντας παράλληλα την ευκαιρία ανάπτυξης πεζοδρόμων όπως π.χ. η πρόβλεψη της πλήρους πεζοδρόμησης της παραλιακής Λεωφόρου Νίκης.

Η αρτηρία αυτή κινούμενη στον άξονα “ανατολή – δύση” αναπτύσσει την κίνηση των οχημάτων στις δύο παραπάνω κατευθύνσεις (ανατολικά – δυτικά και δυτικά – ανατολικά αντίστοιχα) και έχει το μεγαλύτερο τμήμα της κάτω από τη στάθμη της θάλασσας χωρίς να παρενοχλεί τις θαλάσσιες μετακινήσεις στον κόλπο της πόλης.

Για τη λειτουργία της, η υποθαλάσσια αυτή αρτηρία απαιτούσε την υποστήριξη από επίγεια κτήρια που θα την τροφοδοτούσαν με ενέργεια και προσαγωγή νωπού αέρα ενώ θα στέγαζαν και το κέντρο ελέγχου της με ένα σύνολο γραφειακών χώρων.

Η χωροθέτηση των κτηρίων αυτών ήταν απόλυτα προσδιορισμένη και δύο από αυτά υποχρεωτικά έπρεπε να κατασκευαστούν σε σημεία της πόλης που παρουσίαζαν ιδιαίτερα μορφολογικά, αισθητικά και ιστορικά χαρακτηριστικά.

Τα κτήρια που θα επηρέαζαν το περιβάλλον αυτό ήταν το κτήριο Β στο χώρο του 1ου προβλήτα του Λιμένα Θεσσαλονίκης και το κτήριο Γ που θα κατασκευαζόταν στο πάρκο του Λευκού Πύργου, σε επαφή με τον “ανατολικό πολιτιστικό άξονα” και σε πολύ μικρή απόσταση από το ανακαινισμένο Βασιλικό Θέατρο (Θέατρο Μελίνας Μερκούρη) και το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Και στις δύο περιπτώσεις των κτηρίων αυτών επιδιώχθηκε η μέγιστη δυνατή μείωση των επιφανειών που προβλεπόταν από την προμελέτη του έργου καθώς και η δραστική μείωση του φαινόμενου όγκου τους.

Το κτήριο Β λοιπόν, συνολικής επιφάνειας 2.500 Μ² περίπου, που θα κατασκευαστεί στον 1ο προβλήτα του Λιμένα και σε μικρή απόσταση από τις ιστορικές διατηρητέες αποθήκες διασπάται σε δύο επιμέρους ενότητες με στόχο την ακόμα μεγαλύτερη μείωση του φαινόμενου όγκου του κτηρίου. Η κανονικότητα των ανοιγμάτων, το χαμηλό ύψος, τα χρησιμοποιούμενα υλικά και οι κεραμοσκεπείς στέγες επιχειρούν να εντάξουν το κτήριο αυτό στο συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον του λιμανιού.

Ανάλογες προσπάθειες μείωσης της υπόστασής του έγινα και για το κτήριο Γ που διασπάστηκε σε δύο επιμέρους κτήρια, το Γ1 και το Γ2 επιφανείας 1.373,00 Μ² και 370,00 Μ² αντίστοιχα.

Για τη μείωση του φαινόμενου όγκου – αναφορικά με το κτήριο Γ1 – οργανώθηκε ένας τεχνητός λόφος με χαμηλή βλάστηση που περιβάλλει το κτήριο αυτό περιορίζοντας δραστικά τις οπτικές φυγές προς αυτό. Παράλληλα η φύτευση υψηλών και ευθυτενών δέντρων από λεύκες και κυπαρίσσια απέβλεπε στη μείωση της έντασης που προκαλεί η παρουσία των μεγάλων διαστάσεων κατακόρυφων αεραγωγών.

Σημειώνεται ότι τα χρησιμοποιούμενα υλικά επένδυσης των όψεων του κτηρίου είναι ο πωρόλιθος σε συνδυασμό με επιφάνειες που επιχρίονται.

Το κτήριο Α που χωροθετείται στην αρχή – από δυσμάς – της αρτηρίας σε ένα ελεύθερο οικόπεδο πολύ κοντά στο Δικαστικό μέγαρο.

Για το κτήριο αυτό – λόγω της θέσης του – δεν αναπτύχθηκαν οι ανάλογοι προβληματισμοί του κτηρίου Β και Γ. Πρόκειται για ένα διώροφο κτήριο με υπόγειο συνολικής επιφάνειας 1.500,00 Μ² περίπου.

Στο ισόγειο αναπτύσσονται όλοι οι γραφειακοί χώροι του έργου ενώ στον όροφο το κέντρο ελέγχου με διάφορες άλλες ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις.